παύλας

παύλας
παύ̱λᾱς , παῦλα
rest
fem acc pl
παύ̱λᾱς , παῦλα
rest
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ραπαύλης — και ῥαππαύλας και ῥαπαταύλης και ῥαπταύλης, ὁ, ΜΑ ο αυλητής, αυτός που παίζει με καλάμι από ράπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάπα + αὐλός (πρβλ. καλαμ αύλης), Ο τ. ῥαπαταύλης < ῥαπατήν, διαφορετική ανάγνωση τής λ. ῥάπα στο χωρίο τού Ησύχ. (βλ. ῥάπα), ενώ… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”